Άρθρα

Σάμος: Ποιος μου ’κλεψε τον τόπο μου; (Μαργαρίτα Ικαρίου)

20 Νοε, 2020 - 05:11
Σάμος: Ποιος μου ’κλεψε τον τόπο μου; (Μαργαρίτα Ικαρίου)

Ρώτησα τους περίοικους, μην τον είδανε. Πέρασα από όλα τα μαγαζιά της παραλιακής, μα δεν υπήρχε ψυχή εκεί να μου απαντήσει. Έτρεξα στην Αστυνομία και ζήτησα να γίνουν έρευνες.

Μίλησα με τους διασώστες, μήπως στις αναζητήσεις τους ανάμεσα στα ερείπια, τον βρήκαν κάπου ημιθανή. Σαν αλλοπαρμένη, γύρευα κάπου να μάθω πως δεν είχε πεθάνει. Πως κι αν χτυπήθηκε άσχημα, ήταν ακόμη ζωντανός… Πήγα και στους αρχιτέκτονες, τους μηχανικούς, τις τεχνικές υπηρεσίες. Ζήτησα να μου πουν, πως ξετυλίγεται το φως και το σκοτάδι στα ξύλινα παραθύρια. Πως σκοτεινιάζουν τα στενά, απ’ το φόβο και τους στεναγμούς. Πως μαυρίζουν οι ψυχές, ζώντας με το τρέμουλο στην ψυχή για το τρεμούλιασμα του υπεδάφους και πόσος αντισεισμικός αρμός μπορεί να πέσει στις αναμνήσεις που χάθηκαν ανάμεσα στα ερείπια που άφησε το 7άρι στη Σάμο…

Έψαξα να βρω που χάθηκαν οι αυλές κι οι πέργκολες, πόσες ρηγματώσεις αντέχουν ακόμη οι τοίχοι των σχολείων, των πληγωμένων νεοκλασσικών κτιρίων και της «Καθολικής» Εκκλησίας. Αναρωτήθηκα πόσο ματώνει του πανέμορφου μαρμάρινου «Κούρου» η ραγισμένη φλέβα και σε ποιο άραγε τσουνάμι πνίγηκε το «ελληνικό δαιμόνιο» που το κατατρέχουν οι «δαίμονες» της υπερφορολόγησης. Πως αναπνέουν πια τα κοκκινοπόρφυρα κεραμίδια χωρίς τις ανάσες των ανθρώπων που έμεναν κάτωθέ τους; Τι να θυμούνται οι θαμμένες φωτογραφίες, οι παλιές εικόνες, το καντήλι της γιαγιάς που δεν έχει λάδι...

Αντίκρισα μάτια πιο σφαλιστά κι από τα ρολά των κλειστών καταστημάτων. Είδα τις ελπίδες των συμπολιτών μου να έχουν πια μόνο κόκκινα και κίτρινα «χι». Σε πόσες ακόμη υποσχέσεις να πιστέψουμε πια; Σταθεροί. Νησιώτες. Ακρίτες. Λάτρεις του τόπου που μας γέννησε. Της γενέτειρας του Πυθαγόρα και του Αρίσταρχου. Καβαλάρηδες του ανέμου που φυσά στα ψηλώματα του Κέρκη, υμνητές της ζωής που γεννά και γεννιέται στα ορεινά αμπελοτόπια του Καρβούνη. Ασυμβίβαστοι και περήφανοι άνθρωποι. Φιλειρηνικοί μα και μαχητές. Κι οι χρησμοί της Σίβυλλας φαντάζουν επίκαιροι στις παραδαρμένες εποχές που ζούμε.

Μπερδεύονται πια οι χρόνοι, τα συμβάντα, τα πρόσωπα, τα γεγονότα. Ζούμε το σεισμό του 1904 ή του 2020; Σείεται ο κόσμος μας εκ των έσω ή εκ των έξω; Γκρεμίζονται οι προσδοκίες μας γιατί δεν είχαν γερά θεμέλια ή γιατί, μας «ξεθεμέλιωσαν» τον τόπο αυτοί που από μακριά κυβερνούν κι από κοντά μόνο να υπόσχονται ξέρουν; Κρόνος ο φετινός χρόνος και αίφνης η γαία-γη, άνοιξε την κοιλιά της. Οι χθόνιοι θεοί, παίζουν με την ασημαντότητά μας. Σηκώθηκε τσουνάμι κι έπνιξε το νησί, κατακρημνίζοντας την οικονομική ζωή.

Χάθηκαν ΔΥΟ ΝΕΑ ΠΑΙΔΙΑ στο έμπα της ζωής τους και θάφτηκαν στα ερείπια εκείνων των σπιτιών που τους ιδιοκτήτες, τους ξεσπίτωσαν και έστειλαν στην αλλοδαπή, οι ένθεν κακείθεν κομματοφεουδάρχες που δεκαετίες τώρα, συντηρούν την αστυφιλία γιατί τους βολεύουν τα «μεγάλα» εκλογικά κέντρα κι είναι πιο εύκολη η διαχείριση της αστικής μάζας. Σκουπίζουν καλά-καλά του Ερντογάν τις λασπολογικές για την Ελλάδα αναφορές κι αποφορές, παραχώνοντας το «προσφυγικό» στα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Μακριά από το «κλεινόν άστυ», με κατοίκους που δεν αποτελούν την «κρίσιμη εκλογική μάζα», οπότε, άστους αβοήθητους να διαχειριστούν με τις πενιχρές τους δυνάμεις ένα ζήτημα στο οποίο αδυνατεί ολάκερη Ευρώπη να δώσει ανθρωπιστικές, τεκμηριωμένες, ουσιαστικές λύσεις. Αφήνουν το δυσθεώρητο κόστος των μεταφορών και της φορολογίας να συμπιέζει ασφυκτικά τις κλειστές οικονομίες, δε θωρακίζουν την υγεία και την παιδεία με τις απολύτως αναγκαίες υποδομές, αφήνουν την επιχειρηματικότητα να παραπαίει και την ανεργία, να καβαλά άτι ξεκαπίστρωτο.

Κι έρχονται μια φορά σε κάθε καταστροφή (Ναυάγιο Σαμίνα είναι αυτό; Φωτιά του 2000; Πλημμύρες του 2001;) για να πουν τα μεγαλόσχημά τους και να φύγουν, επαναπαυμένοι πως έπραξαν το δοκούν. Οι ξεσπιτωμένοι στο «Γεφυράκι», τα γερόντια στο Πάνω Βαθύ, οι αγρότες στα Κουμέικα, οι Καρλοβασίτες που είδαν την «Παναγίτσα» σα γριά ξεδοντιασμένη και σωριασμένη στα καλντερίμια, οι Κοκκαριώτες που «αποκόπηκαν» κι οι Χωρίτες που ξεσπιτώθηκαν, βλέπουν το χειμώνα να επελαύνει και σκιάζονται. Η βροχή κι η υγρασία έρχεται και μουλιάζει τα λιγοστά υπάρχοντα, ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο ή σε σκηνή και κοντέινερ, δεν είναι το σπιτικό που χάθηκε στο θυμό του γαιοσείστη. Ούτε η φιλανθρωπία που μεταφράζεται σε κάποια τρόφιμα, δέκα τάμπλετ για εκατό παιδιά και την τηλεκπαίδευσή τους, μερικές κάρτες κινητής τηλεφωνίας που μοιράζονται στάγδην διά κληρώσεων, είναι «μέτρα στήριξης». Κι αν για κάθε σπιτάκι που στέγαζε όπως-όπως εκείνους που ποτέ πολλά δεν είχαν, θα δώσει το κράτος το 80% (κι αυτό αν είναι πρώτη κατοικία), ας μου πει κάποιος ποια θα ναι εκείνη η τράπεζα που θα δώσει –αυτές τις εποχές- το υπόλοιπο 20% στον υπερήλικα σεισμοπαθή, ή την άστεγη μάνα με τα τέσσερα παιδιά. Σα φτάνει η απόγνωση στα κόκκινα, κουρνιάζουμε σε μια γωνιά του σπιτιού, εκεί που έχουν φύγει οι λιγότεροι σοβάδες και δεν έχει γκρεμίσει ο τοίχος και λέμε: «ωραία είναι δω, γαλήνια, έχει μιάμιση ώρα να κάνει μετασεισμό, βαστά ήλιο…»

Και καθόμαστε με το ένα πόδι, σαν τους πελαργούς, έτοιμοι να πεταχτούμε έξω στο δρόμο, στο επόμενο βουητό. Κοιτάζουμε, πάνω από τη μάσκα του κορωνοϊού, τα κατεστραμμένα μαγαζιά και τους ανθρώπους, που «ενοικιάζονται» και «πωλούνται» σε τιμές ευκαιρίας. Μας έχουν μείνει μόνο οι υποσχέσεις, κρεμασμένες από το πάτερο σα καφτερές πιπεριές που ξεραίνονται… Και λίγες σταφίδες από σαμιώτικο μοσχάτο, να χορταίνουν την πείνα και την απόγνωση, τις μικρές ώρες που τα ήδη καταπονημένα σπίτια μας βογκάνε από το τρέμουλο της γης και τα κεραμίδια κροταλίζουν απειλητικά. Σταυροκοπιούνται οι γριές στο κατώφλι. Κουνούν το κεφάλι με το βουβό θυμό του νικημένου, οι γέροντες μπροστά σε μια φωτιά που σιγοκαίει, σα τηλεόραση που παίζει έρμη από θεατές. Ποιος, να πάρει, μου ‘κλεψε τον τόπο μου;

el da nl en fr de it no es tr

Εφημερεύοντα Φαρμακεία Σάμου

Εφημερεύοντα Φαρμακεία Βαθύ Σάμου

Εφημερεύοντα Φαρμακεία Καρλόβασι